- χυτός
- χῠτός1 liquid
καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων O. 7.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων O. 7.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χυτός — poured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτούς — χυτός poured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)